- ἐπικρεμάσῃ
- ἐπικρεμάννυμιhang overaor subj mid 2nd sgἐπικρεμάννυμιhang overaor subj act 3rd sgἐπικρεμάννυμιhang overfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικρέμαση — η το κρέμασμα πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρεμάννυμι. Η λ. στον λόγιο τ. επικρέμασις μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek